- τρίσπαστος
- -ον, Α1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» — τριπλή τροχαλία, Ορειβ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστονονομασία χειρουργικού εργαλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + σπαστός (< σπάω / -ῶ), πρβλ. τετρά-σπαστος].
Dictionary of Greek. 2013.